κοινῶς
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 pour le bien ou pour le service de l’État;
2 avec sociabilité ; avec affabilité;
3 comme tout le monde, communément.
Étymologie: κοινός.
Greek Monotonic
κοινῶς: επίρρ. του κοινός, βλ. κοινός Β.
Russian (Dvoretsky)
κοινῶς:
1) совместно, вместе, сообща (κ. καὶ πολιτικῶς βιῶναι Isocr.; τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.);
2) общительно, отзывчиво, благожелательно (κ. καὶ φιλικῶς Plut.);
3) в общественном порядке, для общего блага: κ. μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Thuc. они принесли больше пользы в смысле общественном, чем вреда в частных своих действиях;
4) обыкновенным образом (ἀσπάζεσθαι Plut.).