ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Κρήσιος: -α, -ον, καὶ Κρῆσσα, ἴδε ἐν λέξ. Κρής.
α, ον :
de Crète, crétois.
Étymologie: Κρήτη.
Κρήσιος: -α, -ον, Κρῆσσα, βλ. Κρής.
Κρήσιος: критский Soph., Eur.