νομοδείκτης

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδείκτης Medium diacritics: νομοδείκτης Low diacritics: νομοδείκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΕΙΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodeíktēs Transliteration B: nomodeiktēs Transliteration C: nomodeiktis Beta Code: nomodei/kths

English (LSJ)

ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui explique les lois, jurisconsulte.
Étymologie: νόμος, δείκνυμι.

Greek Monolingual

νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α)
ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)].

Greek Monotonic

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νομοδείκτης: ου ὁ толкователь законов, законовед Plut.

Middle Liddell

νομο-δείκτης, ου, ὁ,
one who explains laws, Plut.