ὁμοιοτρόπως
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
de la même manière que, τινι.
Étymologie: ὁμοιότροπος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοτρόπως: сходным образом, так же точно (ὁ. τινί Thuc., Plut.).