ὀνεία

From LSJ
Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.

French (Bailly abrégé)

v. ὄνειος¹.

Greek Monolingual

ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.

Greek Monotonic

ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.

Middle Liddell


ὀνεία, (sc. δορά) ass's skin, fem. of ὄνειος, Babr.