παλιμπροδότης
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
ου, ὁ,
A traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.
Greek Monolingual
παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπροδότης: ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.