πρόπολις
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = προάστιον, Cels. ap. Origenes Cels.4.81 (pl.). II bee-glue, Varro RR3.16.24, Dsc.2.84, PMag.Par.1.2379, Aët.15.14,15.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, vorderer od. erster Theil der Stadt, Vorstadt, – Im Bienenkorbe der Vorbau, das Bienenharz, vgl. Voß Firg. Georg. 4, 40 p. 742.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπολις: -εως, ἡ, = προάστειον, «μέρη δὲ τῶν προπόλεων (ἔνθα νῦν: τῶν πρὸ πόλεως) καὶ τὰ κατὰ δήμους ἱερά, τελεστήρια», κτλ. Πολυδ. Θ΄, 15, Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 4, σελ. 217, 15, 54. ΙΙ. ἐν κυψέλῃ μελισσῶν, ἡ κολλώδης ὕλη, δι’ ἧς αἱ μέλισσαι ἐσωτερικῶς χρίουσι καὶ φράττουσι τὰς κυψέλας των, Διοσκ. 2. 106, Varro R. R. 3. 16, 26, Πλίν.· ἴδε Voss. εἰς Οὐεργ. Γεωργ. 4. 40.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
πρόπολις: εως ἡ досл. предместье, перен. пчелиный клей Plin.