προάστειον
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
v. προάστιον.
German (Pape)
[Seite 709] τό, ion. προαστήϊον, die Gegend od. das Feld vor der Stadt, die Vorstadt; Her. 1, 78. 3, 142. 8, 129, Thuc. 2, 34. 3, 102 u. öfter, wie Plat., der verbindet ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a, ein Grundstück, Gut vor der Stadt, τῆς ἄκρας Pol. 4, 78, 11, u. öfter; Luc. Hermot. 24.
Russian (Dvoretsky)
προάστειον: ион. προαστήϊον τό
1 загородное место, предместье Her., Thuc., Plat., Plut.;
2 загородное имение Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προάστειον: ἢ ήιον, τό, ὁ τόπος ὁ ἀμέσως ἔμπροσθεν ἢ πέριξ πόλεως, παράρτημα αὐτῆς, προάστειον, Ἡρόδ. 3. 142, (ὁ Ἰωνικ. τύπος δέον νὰ ἀποκατασταθῇ, αὐτόθι 1. 78., 8. 139), Θουκ. 2. 34, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ὁ τῆς πόλεως περίβολος, Πλάτ. Νόμ. 759Α, πρβλ. Θουκ. 5. 2· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 41. 2) οἰκία ἢ κτῆμα, γήπεδον ἐν τῷ προαστείῳ, Πολύβ. 4. 78, 11, Λουκ. Ἑρμότ. 4, κτλ. ― Ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 521 κἑξ. ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προάστιον.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. προάστιο.
Greek Monotonic
προάστειον: Ιων. -ήϊον, τό, μέρος που βρίσκεται ακριβώς μπροστά ή ολόγυρα από την πόλη, το προάστιο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
προ-άστειον, Ionic -ήιον, ου, τό,
the space immediately in front of or round a town, a suburb, Hdt., Thuc., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Lexicon Thucydideum
suburbium, suburb, outskirts, 2.34.5, 3.102.2, 4.69.2. 4.69.24.130.1. 5.2.4.