προλάκκιον
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
τό,
A ante-chamber, Arist.PA675a13.
German (Pape)
[Seite 732] τό, Vorsumpf, Behältniß in der Erde vor einem größern, Arist. part. anim. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προλάκκιον: τό, λάκκος μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάκκος + επίθημα -ιον].
Russian (Dvoretsky)
προλάκκιον: τό маленький водоем или болотце (находящееся перед большим) Arst.