συγγογγυλίζω

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

German (Pape)

[Seite 962] rund zusammendrehen, ξυγγογγυλίσας καὶ συστρέψας, Ar. Th. 61, wie Lys. 975.

Greek (Liddell-Scott)

συγγογγῠλίζω: στρέφω ὁλόγυρα, ἴδε ἐν λ. γογγύλλω.

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Russian (Dvoretsky)

συγγογγῠλίζω: 1) кружить (τοὺς θωμούς Arph.);
2) делать совершенно круглым, закруглять (τι Arph.).