συμμητιάομαι

Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A take counsel with or together, Il.10.197.

German (Pape)

[Seite 982] dep. med., mit, zusammen berathen, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, Il. 10, 197.

Greek (Liddell-Scott)

συμμητιάομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ὁμοῦ, συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «κοινῇ γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
seul. inf. prés. épq. συμμητιάασθαι;
délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, μητιάω.

English (Autenrieth)

inf. -άασθαι: take counsel together, Il. 10.197†.

Greek Monotonic

συμμητιάομαι: αποθ., σκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι, συνδιασκέπτομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μητιάομαι inf. συμμητιάασθαι, samen beraadslagen of plannen maken.

Russian (Dvoretsky)

συμμητιάομαι: (только эп. inf. συμμητιάασθαι) совместно обсуждать, совещаться Hom.

Middle Liddell


Dep. to take counsel with or together, Il.