μητιάω

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητιάω Medium diacritics: μητιάω Low diacritics: μητιάω Capitals: ΜΗΤΙΑΩ
Transliteration A: mētiáō Transliteration B: mētiaō Transliteration C: mitiao Beta Code: mhtia/w

English (LSJ)

Ep. 3pl. μητιόωσι and part. μητιόων, -όωσα, Hom. (v. infr.): impf.
A μητιάασκον A.R.4.7:—Med., 3pl. impf. μητιόωντο Il.12.17; 2pl. imper. μητιάασθε Hom. (v. infr.); inf. μητιάασθαι (συμ-) Il.10.197: fut. μητιάσομαι only in Corn.ND7: (μῆτις):—meditate, deliberate, καθήατο μητιόωντες βουλάς Il.20.153; ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν 10.208; βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσι 7.45:—Med., μητιάασθε, ἠέ... ἦεconsider among you whether... or... 22.174.
2 c.acc.objecti, plan, devise, νόστον Ὀδυσσῆϊ… μητιόωσα Od.6.14: c. inf., δὴ τότε μητιόωντο… τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.17; in bad sense, Ἕκτορι… κακὰ μητιόωντι 18.312; θεοὶ κακὰ μητιόωντες Od. 1.234; δόλον ἐπί τινι A.R.l.c.

German (Pape)

[Seite 178] (μῆτις), wie μήδομαι, einen Beschluß, Rat fassen; βουλάς, Il. 20, 153; ἅσσα τε μητιόωσι μετά σφισι, 10, 208; absol., rathschlagen, βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν, 7, 45; klüglich ersinnen, erdenken, νόστον Ώδυσσῆϊ μητιόωσα, Od. 6, 14, öfter; κακὰ μητιόωντι, Il. 18, 312; δόλον ἐπί τινι, Ap. Rh. 4, 7. – Auch im med. bei sich ersinnen, beschließen, c. inf., μητιόωντο – τεῖχος ἀμαλδῦναι, Il. 12, 17; absol., φράζεσθε, θεοί, καὶ μητιάασθε, 22, 174; einzeln bei sp. D. S. μητίομαι.

French (Bailly abrégé)

μητιῶ :
avoir dans l'esprit, songer à, méditer;
Moy. μητιάομαι, μητιῶμαι m. sign.
Étymologie: μῆτις.

Russian (Dvoretsky)

μητιάω: (act. только praes. и impf.) тж. med.
1 обдумывать (βουλάς Hom.);
2 придумывать, замышлять, затевать (νόστον Ὀδυσσῆϊ, κακά, τεῖχος ἀμαλδῦναι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μητιάω: Ἐπικ. γ΄ πληθ. μητιόωσι καὶ μετοχ. μητιόων, όωσα, Ὅμ. παρατ. μητιάασκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 7· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ., β΄ πληθ. μητιάασθε, Ἰλ. Χ. 174· γ΄ πληθ. παρατ. μητιόωντο Μ. 17· ἀπαρ. μητιάασθαι, Ὅμ., κτλ.· (μῆτις). Ὡς τὸ μήδομαι, μελετῶ, βουλεύομαι, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι, καθείατο μητιόωντες βουλὰς Ἰλ. Υ. 153· ἅσσα τε μητιόωσι μετά σφισιν Κ. 208· βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν Η. 45. - Μέσ., ἀλλ’ ἄγετε φράζεσθε, θεοί, καὶ μητιάασθε, ἠέ μιν ἐκ θανάτοιο σαώσομεν ἦέ μιν ἤδη Χ. 174· μετ’ ἀπαρ., δὴ τότε μητιόωντο... τεῖχος ἀμαλδῦναι Μ. 17. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., σχεδιάζω, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, νόστον Ὀδυσσῆϊ... μητιόωσα Ὀδ. Ζ. 14· ἀλλ’ ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἕκτορι... κακὰ μητιόωντι Ἰλ. Σ. 312· θεοὶ κακὰ μητιόωντες Ὀδ. Α. 234, κτλ. Πρβλ. μητίομαι.

English (Autenrieth)

(μῆτις), 3 pl. μητιόωσι, part. μητιόωσα, μητιόωντες, mid. pres. μητιάασθε, ipf. μητιόωντο: deliberate, conclude, devise, abs., and w. acc., βουλάς, νόστον, κακά τινι, Υ 1, Od. 6.14; mid., debate with oneself, consider, Il. 22.174, Il. 12.17.

Greek Monotonic

μητιάω: (μῆτις)· Επικ. γʹ πληθ. μητιόωσι και μτχ. μητιόων, -όωσα· επίσης, ως αποθ. βʹ πληθ. μητιάασθε, γʹ πληθ. παρατ. μητιόωντο, απαρ. μητιάασθαι·
1. συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, συζητώ, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., μητιάασθε, αναλογιστείτε το μεταξύ σας, στο ίδ.
2. με αιτ. πράγμ., μητίομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μῆτις
1. to meditate, deliberate, debate, Il.:—Mid., μητιάασθε consider among you, Il.
2. c. acc. rei, = μητίομαι, Hom.