συσχηματισμός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ, = foreg., S.E.M.5.30, Ptol.Phas.p.5 H., Procl.Par.Ptol.142;
A configuration, Paul.Al. E.4. 2 Gramm., correspondence of formation, Ammon. in Int. 65.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1046] ὁ, die Stellung der Gestirne gegen einander, ἀστέρων, S. Emp. adv. astrol. 30.
Greek Monolingual
ὁ, Α συσχηματίζω
1. αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών
2. γραμμ. αντίστοιχος σχηματισμός.
Russian (Dvoretsky)
συσχημᾰτισμός: ὁ астр. соотношение в пространстве, взаимное положение (τῶν ἀστέρων Sext.).