ταβέρνα

From LSJ
Revision as of 22:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek (Liddell-Scott)

ταβέρνα: ἡ, Λατ. taberna, = καπηλεῖον, πανδοχεῖον, Πράξ. Ἀποστ. κή, 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό
νεοελλ.
λαϊκό εστιατόριο
αρχ.
πανδοχείοἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»].

Russian (Dvoretsky)

ταβέρνα: ἡ (лат. taberna) гостиница NT.