συνώμοτον
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
alliance jurée, confédération, ligue.
Étymologie: συνόμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνώμοτον: τό союз, заговор Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώμοτον -ου, τό, Att. ook ξυνώμοτον [συνόμνυμι] eedverbond.