τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
v. ταχύς.
-η, -ο / τάχιστος, -ίστη, -ον, Α
(υπερθετ. τ.) βλ. ταχύς.
τάχιστος: superl. к ταχύς.
superl. S. ταχύς.