τράμις
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
[ᾰ] (not found in gen. sg.), ἡ,
A the perineum or line which divides the scrotum and runs on to the breech, Archil.195, Hippon. 84, Ar.Th.246, Ruf.Onom.101, Luc.Lex.2:—the acc. τράμιν has a long ι, if Hippon. l.c. is sound; the acc. τράμην in EM763.56 is f.l. for τράμιν, cf. Sch.Luc.p.191 R.
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, der enge Raum zwischen den Beinen, vom After bis zur Schaam, sonst ὄῤῥος u. περίναιον; accus. τράμιν; Ar. Th. 246; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράμις: ἡ, τὸ περίνεον, μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν αἰδοίων μέρος, πρβλ. ὑπόταυρον, Ἀρχίλ. 184, Ἀριστοφ. Θεσμ. 246, Λουκ. Λεξιφ. 2· ― καὶ τράμη, Ἱππῶν. 81. ― Πρβλ. Foës O. con. Hipp. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τράμις· τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον. οἱ δὲ ἰσχίον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acc. ιν;
le périnée.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. το μεταξύ του πρωκτού και του αιδοίου τμήμα, το περίνεο
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας»
β) «ὁ ὄρρος»
γ) «τινὲς ἔντερον»
δ) «ἰσχίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Russian (Dvoretsky)
τράμις: εως (ᾰ) ἡ анат. промежность Arph., Luc.
Frisk Etymology German
τράμις: {trámis}
Grammar: f.
Meaning: der enge Raum zwischen den Beinen vom After bis zur Scham, das Perineum (Archil., Hippon., Ar., Ruf., Luk.), nach H. = τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον, οἱ δὲ ἰσχίον.
Derivative: Dazu διάτραμις = λισπόπυγος (Stratt.).
Etymology : Schwundstufiges Verbalnomen mit μι-Suffix neben dem hochstufigen τόρμος mit μο-Suffix; zu τείρω, τετραίνω.
Page 2,917