ψευδοδιδάσκαλος

Revision as of 02:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A false teacher, 2 EP.Petr.2.1.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.

English (Strong)

from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.

English (Thayer)

ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.

Greek Monotonic

ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ψευδής διδάσκαλος, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδοδιδάσκαλος -ου, ὁ [ψευδής, διδάσκαλος] valse leermeester. NT.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ лжеучитель NT.

Middle Liddell

ψευδο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a false teacher, NTest.