Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Menander, Monostichoi, 263
French (Bailly abrégé)
v. σάος.
English (Autenrieth)
see σάος.
Greek Monotonic
σαώτερος: συγκρ. του σάος.
Russian (Dvoretsky)
σαώτερος: compar. к * σάος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαώτερος comp. van σῶς.
German (Pape)
Il. 1.32. S. σάος.