μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
Ασυνάλθομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.