συγκίνημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).
German (Pape)
[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).
Greek Monolingual
τὸ, Α συγκινῶ
ταυτόχρονη κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
συγκίνημα: ατος (ῑ) ἡ совместное движение или возбуждение Sext.