ἀχύνωψ
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
A = κύνωψ (q.v.), fleawort, Plantago Psyllium, Thphr.HP7.11.2, Plin.HN21.89,101.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχύνωψ: ὁ ψύλλιον, «ψυλλοβότανον» ἢ «ψυλλόχορτον»· σταχυώδη μὲν οὖν ἐστιν ὅ τε ἀχύνωψ ὑπό τινων καλούμενος πλείους ἔχων ἰδέας ἐν ἑαυτῷ Θεοφρ. Ι. Φ. 7. 11. 2. πρβλ. κύνωψ.
Spanish (DGE)
bot. zaragatona, Plantago psyllium L., Thphr.HP 7.11.2, Plin.HN 21.89, 101, quizá tb. ἀχυνώ· πόα τις οὕτω καλεῖται Phot.α 3468.
• Etimología: Deriv. de κύνωψ q.u. por deformación.
Frisk Etymological English
See also: κύνωψ