καγχαλάω
English (LSJ)
A rejoice, exult, καγχαλόωσι . . Ἀχαιοί, κτλ. rejoice because a Trojan champion has been chosen for his looks, Il.3.43; καγχαλόων 6.514, 10.565; καγχαλόωσα Od.23.1,59; καγχαλάασκε A.R.4.996; ἐπακτὴρ καγχαλῶν ἀγρεύματι Lyc.109; καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι Q.S.8.12; ἐνὶ φρεσὶ -όωντες κρύβδ' Ἥρης Id.3.136, cf. 200, al., Opp.C.4.377, H.5.234; of hounds, deer, Id.C.1.523, 2.237; of pards, οἴνῳ μέγα -όωσι ib.3.80; of a polypus, Id.H.4.281.
German (Pape)
[Seite 1278] laut lachen u. jubeln; καγχαλόωσι Il. 3, 43; καγχαλόων 6, 514. 10, 565; καγχαλόωσα Od. 23, 1. 59; sonst nur in VLL. Vgl. das vorige Wort.
Greek (Liddell-Scott)
καγχᾰλάω: (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, καγχάζω, Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. καχάζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. καγχάζω.
English (Autenrieth)
3 pl. καγχαλόωσι, part. καγχαλόων: laugh aloud or exultingly.
Greek Monotonic
καγχᾰλάω: γελώ δυνατά, ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. καγχαλόωσι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. καγχαλόων, -όωσα, σε Όμηρ. (όπως το καγχάζω, ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
καγχᾰλάω: Hom. = καγχάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καγχαλάω [~ χαλάω, καγχάζω?] ep. indic. praes. act. 3 plur. καγχαλόωσι, ep. ptc. praes. act. m. καγχαλόων, f. καγχαλόωσα, uitgelaten zijn, juichen.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: rejoice, exult (Il.); καγχαλίζεται χαίρει, ἱλαρύνει H.
Other forms: only pres., ipf. καγχαλάασκε (A. R., Q. S.),
Compounds: also with prefix ἐπι-, περι-,
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Expressive verb of onomatop. character. To κακχάζω, καγχάζω; -αλάω is only a lengthening, cf. ἀσχαλάω, βαυκαλάω (on παμφαλάω s. v.). However, Apollonios and Bechtel Lex. reject derivation from κακχάζω, and connect with intensive reduplication χαλάω leave off; καγχαλάω prop. I am elated (?). Thus Risch section 118 and Schwyzer 647.
Middle Liddell
καγχᾰλάω,
to laugh aloud, Lat. cachinnari, in epic forms, 3rd pl. καγχαλόωσι Il.; part. καγχαλόων, -όωσα Hom. (Like καχάζω, formed from the sound.)