σπέργουλος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέργουλος Medium diacritics: σπέργουλος Low diacritics: σπέργουλος Capitals: ΣΠΕΡΓΟΥΛΟΣ
Transliteration A: spérgoulos Transliteration B: spergoulos Transliteration C: spergoulos Beta Code: spe/rgoulos

English (LSJ)

ὀρνιθάριον ἄγριον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργουλος: ὁ, μικρὸν πτηνόν στρουθίον, «ὀρνιθάριον ἄγριον» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβεκ. Παθ. 24.

Greek Monolingual

και πέργουλος ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθάριον ἄγριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέργουλος / πέργουλος είναι παρλλ. τ. της λ. σποργίλος και προήλθε πιθ. από έναν δωρ. τ. σπεργ-ύλος, όπου η κατάλ. προφέρθηκε ως -ουλος].

Frisk Etymological English

See also: s. σποργίλος