Κνίδιος

From LSJ
Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κνίδιος Medium diacritics: Κνίδιος Low diacritics: Κνίδιος Capitals: ΚΝΙΔΙΟΣ
Transliteration A: Knídios Transliteration B: Knidios Transliteration C: Knidios Beta Code: *kni/dios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, (Κνίδος)

   A of or from Cnidos: οἱ Κνίδιοι the Cnidians, Hdt.1.174, al.    II κόκκος Κ., ὁ, berry of the shrub κνέωρον (Daphne Gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr.HP9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.    III Κνίδιον, τό, a measure of wine, POxy.150 (vi A.D.), etc.    IV v. κνήδιον.

Greek (Liddell-Scott)

Κνίδιος: ῐ, α, ον, (Κνίδος) ἐκ Κνίδου· οἱ Κνίδιοι, οἱ κάτοικοι τῆς Κνίδου, Ἡρόδ. 1. 174, καὶ ἀλλ. ΙΙ. κόκκος Κν., ὁ, κόκκος τις τοῦ θάμνου θυμελαία, ἐν χρήσει ὡς καθάρσιον, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15b, πρβλ. Foës. Oecon. Ἱππ.· καλεῖται καὶ κνῐδόκοκκος, ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. 10. σ. 569.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cnide ; οἱ Κνίδιοι HDT les habitants de Cnide ; ἡ Κνιδίη χώρη HDT le territoire de Cnide.
Étymologie: Κνίδος.

Greek Monotonic

Κνίδιος: [ῐ], -α, -ον (Κνίδος), αυτός που αφορά ή κατάγεται από την Κνίδο· οἱΚνίδιοι, οι κάτοικοι της Κνίδου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Κνίδιος: (ῐ) книдский (χώρη Her.).
II ὁ житель Книда Her.

Middle Liddell

Κνί˘διος, η, ον Κνίδος
of or from Cnidos; οἱ Κνίδιοι the Cnidians, Hdt.