ξυσματώδης

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμᾰτώδης Medium diacritics: ξυσματώδης Low diacritics: ξυσματώδης Capitals: ΞΥΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: xysmatṓdēs Transliteration B: xysmatōdēs Transliteration C: ksysmatodis Beta Code: cusmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.

German (Pape)

[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40· ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.

Greek Monolingual

ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).