Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Αίγυπτος

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

(I)
η (Α Αἴγυπτος)
στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο Αἰγύπτιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Αἴγυπτος προέρχεται από τον τ. Hikuptah της Ακκαδικής που απαντά στις πινακίδες της Αμάρνα. Ο τ. Hikuptah < αντιστοιχεί στο αιγυπτιακό Ha(t)-kaptah, που ήταν μια από τις ονομασίες της πόλης Μέμφιδος και σήμαινε «ναός της δυνάμεως του Φθα (Ptah)». Η ονομασία αυτής της πόλης χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες, για να δηλώσουν αρχικά τον Νείλο (Οδύσ.) κι αργότερα ολόκληρη τη χώρα].
(II)
Αἴγυπτος, ο (Α)
αρχαιότατη ονομασία του ποταμού Νείλου
2. ο βασιλιάς Αίγυπτος.