Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(I)
-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) λόγος
νεοελλ.
λογαριάζω, στοχάζομαι
αρχ.
1. επιθυμώ να ομιλώ
2. πιθ. υπολογίζω.
(II)
λογώ, -όω (Α) λόγος
1. εισάγω τον λόγο σε κάτι
2. καθιστώ κάτι συμμετρικό
3. μέσ. λογοῦμαι, -όομαι
α) είμαι λογικός
β) γίνομαι μέτοχος του Θείου Λόγου.