πολυκάρηνος

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκάρηνος Medium diacritics: πολυκάρηνος Low diacritics: πολυκάρηνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polykárēnos Transliteration B: polykarēnos Transliteration C: polykarinos Beta Code: poluka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. πουλ-, ον,

   A many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].

Greek Monotonic

πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

many-headed, Anth.