περισάττω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A heap up all around, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arist.Pr.924b4, cf. a28 (Pass.) ; π. [τὰς ῥίζας] Thphr.CP5.6.5 ; π. τὰ χείλη block up, Plb.21.28.14 :—Pass., cj. in Antyll. ap. Orib.6.10.12.
German (Pape)
[Seite 590] ringsherum anhäufen, Arist. probl. 20, 14; verstopfen, περισάξαντες τὰ χείλη τοῦ πί. θου πανταχόθεν, Pol. 22, 11, 17.
Greek (Liddell-Scott)
περισάττω: σωρεύω ὁλόγυρα, περισωρεύω, τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· ὡσαύτως, π. τὰς ῥίζας τῇ γῇ, περικαλύπτειν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· π. τὰ χείλη ἀποφράττειν, Πολύβ. 22. 11, 17.
Greek Monolingual
Α
1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω
2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»].
Russian (Dvoretsky)
περισάττω:
1) нагромождать, наваливать: π. τὴν γῆν περὶ τὰς ῥίζας Arst. окучивать корни;
2) затыкать, закупоривать (τὰ χείλη τοῦ πίθου Polyb.).