περισωρεύω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A heap up all round, ἀγγείῳ χιόνα Arist.Fr.216, cf. Aesop.12.
II Pass., to be heaped up with, λαφύροις Plu.Tim.29; π. ὑπὸ τῶν θυρεῶν to be buried under the shields, of Tarpeia, D.H.2.40.
German (Pape)
[Seite 595] darum, daran aufhäufen; τῷ ἀγγείῳ χιόνα, Plut. Symp. 6, 4; ἡ σκηνὴ περισωρευθεῖσα λαφύροις, Timol. 29.
French (Bailly abrégé)
amonceler autour ou dans : τινί τι ARSTT entasser une chose autour d'une autre.
Étymologie: περί, σωρεύω.
Russian (Dvoretsky)
περισωρεύω:
1 наваливать вокруг, обкладывать (χιόνα πολλὴν τῷ ἀγγείῳ Plut.);
2 наполнять, загромождать: σκηνὴ περισωρευθεῖσα λαφύροις Plut. шатер, набитый военной добычей.
Greek (Liddell-Scott)
περισωρεύω: συσσωρεύω ὁλόγυρα, τινί τι Ἀριστ. Ἀποσπ. 208. ΙΙ. Παθητ., πληροῦμαι, σκηνὴ περισωρευθεῖσα παντοδαποῖς λαφύροις Πλουτ. Τιμολ. 29· Τάρπειαν περισωρευθεῖσαν ὑπὸ τῶν θυρεῶν, σκεπασθεῖσαν πανταχόθεν, ταφεῖσαν ὑπὸ τῶν ῥιπτομένων ἐπ’ αὐτῆς ἀσπίδων, Διον. Ἁλ. 2. 40.
Greek Monolingual
Α σωρεύω
1. σωρεύω, στιβάζω ολόγυρα ή πάνω σε κάτι
2. παθ. περισωρεύομαι
α) γεμίζω υπερβολικά
β) καλύπτομαι από παντού, σκεπάζομαι τελείως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σωρεύω ophopen, vol maken.