Φρύγιος
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.
English (Slater)
Φρῠγιος
1 Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.
Greek Monotonic
Φρύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (Φρύξ)·
1. Φρύγιος, Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Φρυγία, σε Ευρ.
2. Φρύγιοι νόμοι, μέλη, Φρυγική μουσική, δηλ. μουσική που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη μουσική με λύρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Φρύγιος: и 2 (ῠ) фригийский (αἶα Aesch.; μέλη Eur.; ἁρμονία Luc.): Φρύγια δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.
Middle Liddell
Φρύ˘γιος, η, ον Φρύξ
1. Phrygian, of, from Phrygia, Eur.
2. Φρ. νόμοι, μέλη Phrygian music, i. e. music played on the flute, wilder than the music for the lyre, Eur. Hence