ἐπηπύω
English (LSJ)
A shout in applause, λαοὶ δ' ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον Il.18.502: abs., shout, Orph.A.528.
German (Pape)
[Seite 920] zujauchzen; τινί, Il. 18, 502; absolut, Orph. Arg. 526.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηπύω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον Ἰλ. Σ. 502· πρβλ. ἐπευφημέω.
French (Bailly abrégé)
seul. impf.
pousser des acclamations : τινι en l’honneur de qqn.
Étymologie: ἐπί, ἠπύω.
English (Autenrieth)
appland, Il. 18.502†.
Greek Monolingual
ἐπηπύω (Α)
1. επευφημώ, επιδοκιμάζω με κραυγές
2. αλαλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηπύω «καλώ, προφέρω»].
Greek Monotonic
ἐπηπύω: επευφημώ, επιδοκιμάζω, επικροτώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηπύω: (только impf., 3 л. pl. ἐπήπῠον) криками ободрять, кричать в знак одобрения (τινί Hom.).