ἠπύω
αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
English (LSJ)
Dor. and Arc. ἀπύω [ᾱ], IG5(2).6.3 (Tegea, iv B.C.), and Trag. (who use the Verb only in lyr., exc. aor. 1
A ἤπῡσα E.Rh.776): [ῠ in pres., exc. in Mosch. (v. infr.); ῡ in fut. and aor.]:—call to, c. acc., ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει Od.10.83, cf. 9.399; ἀλλά με Πυθὼ.. ἀπύει Pi.P.10.4; invoke, ἄπυεν Εὐτρίαιναν Id.O.1.72, cf. P.5.104; ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύεις E.Tr.1304: c. dupl. acc., τί με τόδε χρέος ἀπύεις; why callest thou on me for this? Id.Or.1253: c. dat. pers., ἤπυσα δ' αὐτοῖς μὴ πελάζεσθαι called to them not... Id.Rh.776.
2 abs., of the wind, roar, οὔτ' ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει Il.14.399; of the lyre, sound, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει Od.17.271; sing, Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς Pi.O.5.19: c.acc. cogn., μέλος ἠπύοντες Mosch. 2.124.
3 utter, speak, πατρὸς ὄνομ' ἀπύεις A.Pr.593; τί ποτ' ἀπύσω; E.Hec.154; ἀπύσατ' ἀντίφων' ἐμῶν στεναγμάτων Id.Supp.800; πρὸ σοῦ γὰρ ἀπύω (Com. for ὑλακτῶ) Ar.Eq.1023.
4 followed by an interrog., τίς ἂν ἀπύοι εἰ..; would tell whether.. ? S.Aj.887; ἀπύσει τίς ὅδε..; E.Ba.984 (nisi leg. ἀπύσει· τίς..;).
II Med., summon, prosecute, ἀπυέσθω ὁ ἀδικήμενος τὸν ἀδικέντα IGl.c.
German (Pape)
[Seite 1175] (vgl. ἔπος), dor. ἀπύω (was zu vgl.), laut rufen, anrufen, hervorrufen, μεγάλα τινά Od. 9, 399; vgl. 10, 83; übh. einen lauten Ton von sich geben, rauschen, saufen u. dgl., vom Winde Il. 14, 399, von der Phorminx Od. 17, 271; sp. D. [υ bei Mosch. 2, 120 u. im tut. immer lang.]
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 appeler à haute voix : τινά τι, qqn pour qch ; invoquer, acc.;
2 dire à haute voix;
II. intr. résonner, retentir.
Étymologie: cf. εἰπεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἠπύω: дор. ἀπύω (ᾱπῠ) (fut. ἠπύσω с ῡ, aor. ἤπῡσα)
1 звать, призывать (τινά Hom.; ἰαλέμῳ τούς θανοντας Eur.); сзывать (Κύκλωπας Hom.);
2 кричать: ἠ. τινὶ μὴ πελάζεσθαι Eur. кричать кому-л., чтобы он не приближался;
3 реветь, шуметь, завывать: ἄνεμος ποτὶ δρυσὶν ἠπύει Hom. ветер шумит в дубравах;
4 рычать или лаять (εἰμὶ ὁ κύων πρὸ σοῦ γὰρ ἀπύω Arph.);
5 раздаваться, звучать, звенеть или петь (φόρμιγξ ἠπύει Hom.);
6 произносить, говорить, называть (πατρὸς ὄνομα Aesch.): τί ποτ᾽ ἀπύσω; Eur. что я скажу?
Greek (Liddell-Scott)
ἠπύω: Δωρ. ἀπύω ᾱ, ὡς παρὰ Τραγ. (διότι οὗτοι χρῶνται τῷ ῥήματι μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν τοῦ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 776)· μέλλ. -ύσω ῡ· ἀόρ. ἤπῡσα· (ἴσως συγγενὲς τῷ ἔπος, εἰπεῖν). Καλῶ τινα, προσκαλῶ, φωνάζω, μετ’ αἰτ., ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει Ὀδ. Κ. 83· ἀλλά με Πυθὼ... ἀπύει Πίνδ. Π. 10. 5· ἄπυεν Εὐτρίαιναν, ἐπεκαλεῖτο αὐτόν, Πίνδ. Ο. 1. 116, πρβλ. Π. 5. 140· λιταῖσί σε... ἀπύουσαι Αἰσχύλ. Θήβ. 144· ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύεις Εὐρ. Τρῳ. 1304· ― μετὰ διπλ. αἰτ., τί με τόδε χρέος ἀπύεις; διὰ τί μὲ καλεῖς διὰ τοῦτο; ὁ αὐτ. Ὀρ. 1253· ― μετὰ δοτ. προσ., ἤπυσα δ’ αὐτοῖς μὴ πελάζεσθαι, ἐφώναξα πρὸς αὐτοὺς νὰ μὴ..., ὁ αὐτ. Ρήσ. 776. 2) ἀπολ., ἀνακράζω, φωνάζω, αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ’ ἤπυεν Ὀδ. Ι. 399· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, πνέω ἠχηρῶς, βρέμω, οὔτ’ ἄνεμος τόσσον ποτὶ δρυσὶν ὑψικόμοισιν ἠπύει Ἰλ. Ξ. 399· ἐπὶ τῆς λύρας, ἠχῶ, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει Ὀδ. Ρ. 271· ― ᾄδω, Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς Πίνδ. Ο. 5. 45· μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέλος ἀπύοντες Μόσχ. 2. 120. 3) λέγω, ὁμιλῶ, πατρὸς ὄνομ’ ἀπύεις Αἰσχύλ. Πρ. 593· τί ποτ’ ἀπύσω; Εὐρ. Ἑκ. 155· ἀπύσατ’ ἀντίφων’ ἐμῶν στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 800· πρὸ σοῦ γὰρ ἀπύω (=λάσκω) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1023. 4) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, τίς ἂν ἀπύοι εἰ...; τίς θὰ ἔλεγεν ἂν...; Σοφ. Αἴ. 887· ἀπύσει τίς ὅδε...; Εὐρ. Βάκχ. 984. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., πλὴν παρὰ Μόσχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διότι ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 144 ὁ Herm. ἔχει διορθώσει ἀϋτοῦσαι χάριν τοῦ μέτρου.
English (Autenrieth)
call afar, hail, τινά, ι 3, Od. 10.83; ‘resound,’ ‘pipe,’ of the lyre, and wind, Od. 17.271, Il. 14.399.
Greek Monolingual
ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α)
1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.)
2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.)
3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ' ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.)
4. (για λύρα) ηχώ («ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει», Ομ. Οδ.)
5. άδω («Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς», Πίνδ.)
6. εκφέρω λόγο («πατρός ὄνομ' ἀπύεις», Αισχύλ.)
7. λέγω («τὶς ἄν ἀπύοι...;» — ποιος θα μπορούσε να πει, Σοφ.)
8. καταδιώκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπυς + κατάλ. -ύω (πρβλ. γηρύω, οιζύω). Η σύνδεση της λ. με το λατ. vapulo «ξυλοφορτώνομαι-θρηνώ», καθώς και με γοτθ. wopjan «κραυγάζω, φωνάζω», δεν είναι πολύ πιθανή λόγω της απουσίας αρχικού F- στο ηπύω.
ΠΑΡ. αρχ. ηπύτα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανηπύω, βριήπυος, επηπύω].
Greek Monotonic
ἠπύω: Δωρ. ἀπύω [ᾱ], μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἤπῡσα (εἰπεῖν)·
1. καλώ, προσκαλώ κάποιον, φωνάζω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., τί με τόδε χρέος ἀπύεις; γιατί με καλείς γι' αυτό; σε Ευρ.
2. απόλ., ανακράζω, φωνάζω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον άνεμο, πνέω με δύναμη, φυσώ κάνοντας θόρυβο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, για τη λύρα, ηχώ, σε Ομήρ. Οδ.
3. προφέρω, εκφέρω, ξεστομίζω, μιλώ· πατρὸς ὄνομ' ἀπύεις, σε Αισχύλ.· τί ποτ' ἀπύσω; σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sound loudly, cry loudly (Il.)
Other forms: Dor. Arc. ἀπύω, aor. ἠπῦσαι
Compounds: also with ἀν-, ἐπ-. βρι-ήπυ-ος crying loudly (Ν 521).
Derivatives: ἠπύτα cryer as epithet (Η 384, Q. S., Opp.), Ήπυτίδης name of a herold (Ρ 324)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἠπύω will be based on a noon *ἦπυς loud cry(?) (Fraenkel Nom. ag. 1, 165). - On the ending cf. γηρύ-ω, οἰζύ-ω, ἀΰ-σαι; further unclear. The comparison with Lat. vāpulō be punished, prob. prop. lament, wail (Persson Beitr. 1, 495 n. 4), and further, with deviaring labial, Germ., e. g. Goth. wopjan cry, supposes an initial digamma, from which there is no trace (dissimilation against -π-?). - Cf. on ἠχή. Improbable Fur. 236 who compares ἀύω.
Middle Liddell
εἰπεῖν?]
1. to call to, call on, call, Od., Aesch., etc.:—c. dupl. acc., τί με τόδε χρέος ἀπύεις; why callest thou on me for this? Eur.
2. absol. to call out, shout, Od.; of the wind, to roar, Il.; of the lyre, to sound, Od.
3. to utter, speak, πατρὸς ὄνομ' ἀπύεις Aesch.; τί ποτ' ἀπύσω; Eur.
Frisk Etymology German
ἠπύω: {ēpúō}
Forms: dor. ark. ἀπύω, Aor. ἠπῦσαι
Grammar: v.
Meaning: laut tönen, laut rufen,
Composita : auch mit ἀν-, ἐπ- (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Daneben ἠπύτα Rufer als Epithet (Η 384, Q. S., Opp.), Ἠπυτίδης N. eines Herolds (Ρ 324), βριήπυος laut schreiend, mit lautem Geschrei (Ν 521).
Etymology : In ἠπύω steckt wahrscheinlich ein Nomen *ἦπυς lauter Ruf, das außerdem nicht nur in ἠπύτα sondern wahrscheinlich auch in βριήπυος vorhanden ist (Fraenkel Nom. ag. 1, 165). — Zum Ausgang vgl. γηρύω, οἰζύω, ἀΰ̄-σαι; sonst unklar. Der Vergleich mit lat. vāpulō Prügel bekommen, wohl eig. wehklagen, jammern, (Persson Beitr. 1, 495 A. 4), wozu noch, mit lautgeschichtlich abweichendem Labial, germ., z. B. got. wopjan schreien, rufen, erheischt ein anlautendes Digamma, von dem indessen keine Spur zu entdecken ist (Dissimilation gegen -π-?; vgl. WP. 1, 217). — Vgl. zu ἠχή.
Page 1,641