Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
[Seite 1132] adv., zum dritten Male, Hom., auch getrennt geschrieben.
τοτρίτον: ἴδε τρίτος.
τοτρίτον: προτιμητέο χωριστά δηλ. τὸ τρίτον.
better written divisim τὸ τρίτον.