φιλάρετος
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A lover of virtue, Arist.EN1099a11; θεός Ph.1.19; generally, virtuous, Alex.Trall.8.2.
German (Pape)
[Seite 1275] der die Tugend liebt, Freund der Tugend, Arist. Nicom. 1, 8,10.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάρετος: [ᾰ], -ον, ὁ τὴν ἀρετὴν φιλῶν, φίλος τῆς ἀρετῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la vertu, vertueux.
Étymologie: φίλος, ἀρετή.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αρετή («τὸν Θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον», Φίλ.).
επίρρ...
φιλαρέτως Μ
κατά τρόπο φιλάρετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρετος (< ἀρετή), πρβλ. ἐν-άρετος, παν-άρετος].
Greek Monotonic
φῐλάρετος: [ᾰ], -ον (ἀρετή), αυτός που αγαπά την αρετή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάρετος: любящий добродетель Arst.