χαλκευτής
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.
Greek Monotonic
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.