λεπτακινός

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰκῐνός Medium diacritics: λεπτακινός Low diacritics: λεπτακινός Capitals: ΛΕΠΤΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leptakinós Transliteration B: leptakinos Transliteration C: leptakinos Beta Code: leptakino/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for sq., AP11.102 (Ammian. or Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).

Russian (Dvoretsky)

λεπτᾰκῐνός: Anth. = λεπταλέος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.

Greek Monolingual

λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].

Greek Monotonic

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεπτᾰκῐνός, ή, όν [poetic for λεπτᾰλέος, Anth.]