μενέγχης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
German (Pape)
[Seite 132] ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
Russian (Dvoretsky)
μενέγχης: твердо держащий копье, т. е. непоколебимый в бою, т. е. бесстрашный (τοὺς μενέγχεας ὤλεσεν ἄνδρας Μοῖρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μενέγχης: -ες, = μεναίχμης, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 255.
Greek Monotonic
μενέγχης: -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.