Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Menander, Monostichoi, 250
French (Bailly abrégé)
adv.
nouvellement, récemment;
Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.
Étymologie: νέος.
Greek Monotonic
νέως: επίρρ. του νέος.
Russian (Dvoretsky)
νέως: adv. недавно, только что Plat., Thuc.
Middle Liddell
[adverb of νέος.]
German (Pape)
adv. zu νέος.