πέδονδε

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A to the ground, earthwards, Il.13.796, h.Cer.253, S. Tr.786.    2 to the bottom, π. κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598.

German (Pape)

[Seite 542] adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.

Greek (Liddell-Scott)

πέδονδε: Ἐίρρ., πρὸς τὰ κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἰλ. Ν. 796. Σοφ. Τ. 786· - πρὸς τὴν πεδιάδα, πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Ὀδ. Λ. 598.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 vers la terre, à terre avec mouv.
2 vers la plaine.
Étymologie: πέδον, -δε.

English (Autenrieth)

to the ground, earthward.

Greek Monolingual

Α
(τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω
2. στην πεδιάδα, στον κάμπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε)].

Greek Monotonic

πέδονδε: επίρρ.,
1. προς το έδαφος, προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέδονδε of πέδον δε [πέδον] adv., naar de grond, omlaag.

Russian (Dvoretsky)

πέδονδε: adv.
1) на землю, вниз Hom., Soph.;
2) на равнину Hom.

Middle Liddell


1. to the ground, earthwards, Il., Soph.
2. to the plain, Od.