ἁρμόδιος

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμόδιος Medium diacritics: ἁρμόδιος Low diacritics: αρμόδιος Capitals: ΑΡΜΟΔΙΟΣ
Transliteration A: harmódios Transliteration B: harmodios Transliteration C: armodios Beta Code: a(rmo/dios

English (LSJ)

α, ον, (ἁρμόζω)

   A fitting together, θύραι, metaph. of the lips, Thgn.422.    II fitting, ἥβη Id.724; δεῖπνον Pi.N.1.21; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52; μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a; πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.Thphr.p.60 B.: Comp. -ώτερος, γάμος Hld.1.21: Sup. -ώτατος, ἔς τι Arr.Tact.16.4; also, agreeable, Parth.16.2. Adv. -ως Plu.Arist.24, PGiss.57.6 (vi/vii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόδιος: -α, -ον, (ἁρμόζω) ὁ ἁρμόζων, προσαρμοζόμενος, πολλοῖς ἀνθρώπων γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται ἁρμόδιαι Θέογν. 422. ΙΙ. ἁρμόδιος, ἀνάλογος, φιλικός, ἀρεστός, ὁ αὐτ. 724· ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται Πινδ. Ν. 1. 31· ἁρμ. τόπος, κατάλληλος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· πρβλ. ἁρμόζω ΙΙ. 2: - Ἐπίρρ. -ως Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.