ἀτάκτως

From LSJ
Revision as of 19:58, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: ἄτακτος.

English (Strong)

adverb from ἄτακτος, irregularly (morally): disorderly.

English (Thayer)

adverb, disorderly: ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.)

Russian (Dvoretsky)

ἀτάκτως:
1) в беспорядке, беспорядочной толпой (προσπίπτειν τινί Thuc.);
2) беспорядочно, беспутно (ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.).

Chinese

原文音譯:¢t£ktwj 阿-他克拖士

詞類次數:副詞(2)

原文字根:不-規定 似的

字義溯源:不按規矩地,閒散地,不負責地;源自(ἄτακτος)=無規律的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(τάσσω)*=處理,安排)組成

出現次數:總共(2);帖後(2)

譯字彙編

1) 不按規矩(2) 帖後3:6; 帖後3:11