wagenmenner
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Dutch > Greek
σημάντωρ, τροχηλάτης, ἡνίοχος, ἁρματηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου