ερώ

From LSJ
Revision as of 20:17, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)
μσν.- νεοελλ.
(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι
1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)
2. (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος
ο αγαπητικός, ο εραστής
β) η ερωμένη
(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά
μσν.
(και το μέσ.) ερώμαι
επιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ.