συγχειρουργός
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
ό, ΜΑ
στον πληθ. οι συγχειρουργοί
συνεργάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χειρουργός «εργάτης, αυτός που εκτελεί χειρωνακτική εργασία»].