ηλιόφιλος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και ηλιόφιλη
1. (για φυτά, ζώα κ.λπ.) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιοχαρής
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ηλιόφιλος
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης καπαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, μεγαλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].