Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έλατο

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

το και έλατος, ο και ελάτι, το (AM ἐλάτη, η
Μ και ἔλατος, ο)
κωνοφόρο δέντρο
αρχ.
1. κούπα από έλατο
2. το περικάλυμμα του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η σύνδεση με αρμ. elew-in «κέδρος», ρωσ. jalov-ec και jelen-ec «άρκευθος» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το έλατο(ν), πιθ. από τον πληθ. τα έλατα (πρβλ. πεύκο(ν), πεύκα), σχηματίστηκε είτε κατά τον γενικό χαρακτηρισμό «τα δένδρα» είτε αναλογικά προς τους αρχαίους πληθυντικούς τα σίτα, τα κέλευθα. Το αρσ. γένος στον τ. ο έλατος οφείλεται στη μεγεθυντική του σημασία (πρβλ. βρόντος-βροντή, πεύκος-πεύκη κ.ά.). Τέλος το ουδ. ελάτι < ελάτ-ιον, υποκορ. του ελάτη].