κουρνιαχτός

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός)
σκόνη, κονιορτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > κορνιοτός, με μετάθεση του -ρ- από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ. κορνιορτός > κορνιοχτός, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος -ρτ- σε -χτ- λόγω του προηγουμένου -ρ- (πρβλ. χερόχτι «γάντι» < χειρόρτι)
κορνιαχτός, -κτός με παρετυμολογική επίδραση του συγγενούς σημασιολ. στάχτη / στάκτη
ο τ. κουρνιαχτός προήλθε προφανώς με κώφωση (κο- > κου-)].