Ἐλείθυια
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ, A v. Εἰλείθυια.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. ἀντὶ Εἰλείθυια.
English (Slater)
Ἐλείθυια daughter of Hera, goddess of childbirth.
1 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας (O. 6.42) ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (P. 3.9) Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων, παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκουσον, Ἥρας, γενέτειρα τέκνων (N. 7.1) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις (sc. at the birth of Apollo and Artemis.) (Pae. 12.17)
Spanish (DGE)
Ἐλειθυίη v. Εἰλείθυια.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. αντί Εἰλείθυια.
Russian (Dvoretsky)
Ἐλείθυια: ἡ Pind. = Εἰλείθυια.